μεσιτικός

μεσιτικός
-ή, -όν (Μ μεσιτικός, -ή, -όν) [μεσίτης]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεσίτη ή στη μεσιτεία («μεσιτικό γραφείο»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεσιτικά
η αμοιβή που δίδεται σε αυτόν που μεσολάβησε για την εκτέλεση μιας εμπορικής πράξης
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσιτικόν
ο φόρος μεσιτείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσιτικός — ή, ό ο σχετικός με το μεσίτη ή τη μεσιτεία: Μεσιτικό γραφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπωλητικός — ή, όν, Α [προπωλητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπώλη, ο μεσιτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προπωλητικόν η μεσιτεία για την πώληση ενός πράγματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”